Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 29/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης    29/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην πόλη ……. του καντονιού ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πάρι Καραμήτσιο με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) της εταιρίας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «…….», που εδρεύει στην …. (οδός ………), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη … Κύπρου (οδός …….), στην πραγματικότητα όμως στην … Αττικής (οδός ……), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 3) της εταιρίας με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «…………..», που εδρεύει στο … Αττικής (……..), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 4) της εταιρίας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στο …. Αττικής (……….), όπως νόμιμα εκπροσωπείται και 5) της εταιρίας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στην …. Αττικής (……….), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η εκκαλούσα εταιρεία, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2.10.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./2.10.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 27/2021 εν μέρει οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που κατά ένα μέρος κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της και κατά το υπόλοιπο την απέρριψε, ως νόμω αβάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η ηττηθείσα ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 23.4.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./26.4.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./29.4.2021 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί, μετ’αναβολή, στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 23.4.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/26.4.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./29.4.2021, έφεση της εδρεύουσας στην πόλη … (….) του καντονιού …….., εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία «………..», νομίμως εκπροσωπουμένης, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.27/2021 εν μέρει οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία επί της από 2.10.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../2.10.2019 αγωγής της κατά του …………. και της συζύγου του, ………, κατοίκων …….. Αττικής (οδός ………..), μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, καθώς επίσης σε βάρος των εναγομένων εταιρειών, «………………», που εδρεύει στην …. Αττικής, «………….», που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη … Κύπρου, στην πραγματικότητα όμως στην …. Αττικής, «…………..», που εδρεύει στο …. Αττικής, «………..», που εδρεύει ομοίως στο …. Αττικής και «………….», που εδρεύει στην …. Αττικής, όπως εκπροσωπούνται νόμιμα, ήδη εφεσιβλήτων, την συζήτηση της οποίας κήρυξε απαράδεκτη, ως προς τους δύο πρώτους εναγομένους και ως προς τις λοιπές εναγόμενες, ήδη εφεσίβλητες, μόνο καθόσον αφορά την βάση της από την ενδοσυμβατική ευθύνη, όπως την χαρακτήρισε, λόγω αντίστροφης κάμψης της αυτοτέλειας της νομικής τους προσωπικότητας, ενώ καθόσον αφορά την βάση της, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, απέρριψε την αγωγή, αναφορικά με αυτές, ως νόμω αβάσιμη, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα  495 παρ. 1 και 4, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ,  δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, ερήμην των εφεσίβλητων εταιρειών, οι οποίες δεν εμφανίσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, αν και κλητεύθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως συντασσομένων των υπ’αριθμ…, ………/6.5.2021 και ……../11.5.2021 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …….., για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο στις 13.1.2022, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για την παρούσα δικάσιμο, εφόσον η αναβολή εκ του πινακίου επέχει θέση κλητεύσεως, το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρεία με την προαναφερθείσα αγωγή της, εξέθεσε ότι, δυνάμει της από 13.4.2018 σύμβασης πώλησης, που συνήψε με την εδρεύουσα στην ….. της Λιβερίας, στην πραγματικότητα όμως στο ….. Αττικής, που έχει εγκατεστημένο γραφείο, ως εμποροβιομηχανική εταιρεία, με την επωνυμία «…………….», συμφερόντων των δύο πρώτων εναγομένων, που κατείχαν τις θέσεις του αντιπροέδρου και της προέδρου της αντίστοιχα και έχει αντικείμενο την εμπορία ναυτιλιακών καυσίμων, συμφώνησε να παραδώσει στην τελευταία, κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2018 έως 31.7.2018, συνολικά 135.000 τόνους ναυτιλιακού καυσίμου τύπου 3,5% RMG 380 ISO 2010, έναντι τιμήματος του οποίου ο υπολογισμός θα γινόταν για τη ποσότητα των 20.000 μετρικών τόνων βάσει του μηνιαίου μέσου όρου των τιμών αναφοράς Platts για CIF MED (Γένοβα/Λαβέρα) και για τη λοιπή ποσότητα με βάση τις υψηλές προσφορές των τιμών αναφοράς Platts για CIF MED (Γένοβα/Λαβέρα), πλέον της προμήθειας ύψους 5,50 δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο και σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων παρέδωσε τις ποσότητες καυσίμων, που περιγράφονται ειδικότερα στην αγωγή, αντί του αναφερθέντος εκάστοτε τιμήματος, στα αναφερόμενα πλοία, ενώ βρίσκονταν στον λιμένα Marsaxlokk της Μάλτας, εκδιδομένων των αντίστοιχων τιμολογίων, έκαστο των οποίων ήταν πληρωτέο με την παρέλευση  προθεσμίας 35 ημερών από την έκδοση της αντίστοιχης φορτωτικής, συνολικού ποσού 23.277.282,59 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως 20.341.242,29 ευρώ, με βάση την ισοτιμία, κατά τον χρόνο, που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο, που δεν εξοφλήθηκε και κατόπιν σχετικής αιτήσεως της, με βάση την από 8.3.2019 απόφαση του Εμποροδικείου του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αγγλίας και της Ουαλίας, η ανωτέρω αγοράστρια εταιρεία υποχρεώθηκε να της καταβάλει το ποσό των 23.725.806,26 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον τόκων ύψους 448.523,67 δολαρίων ΗΠΑ και δικαστικών εξόδων ύψους 55.000 λιρών Αγγλίας, η οποία κατέστη εκτελεστή και στην Ελλάδα μετά την έκδοση της βεβαίωσης του άρθρου 53 του Κανονισμού 1215/2012. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι η διοίκηση και διαχείριση της οφειλέτιδος, ως άνω, αλλοδαπής τυπικά εταιρείας ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα, από το εναγόμενο ζεύγος …., που την ελέγχουν πλήρως, χωρίς, ωστόσο, να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις σύστασης της κατά το ελληνικό δίκαιο και λειτουργεί, ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρεία, με μοναδικούς εταίρους και μετόχους της τους δύο πρώτους των εναγομένων, που ευθύνονται και οι ίδιοι εις ολόκληρον και απεριόριστα μαζί της για τα εταιρικά χρέη, επιπρόσθετα δε διότι αυτοί χρησιμοποιούν καταχρηστικά την νομική προσωπικότητα της τρίτης, τέταρτης, πέμπτης, έκτης και έβδομης των εναγομένων εταιρειών για να αποφεύγουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους από την επιχειρηματική δραστηριότητα τους και να αποκρύπτουν τα περιουσιακά τους στοιχεία, αναμειγνύοντας τις εταιρικές περιουσίες και συγχέοντας τες με την ατομική τους περιουσία, αφού αυτές δεν αναπτύσσουν καμία επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά αποκλειστικός σκοπός της ίδρυσης της τρίτης εναγομένης ήταν η απόκτηση μιας πολυτελούς μονοκατοικίας στην Εκάλη, όπου διαμένουν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, που είναι μοναδικοί μέτοχοι της, το κόστος αγοράς της οποίας χρηματοδοτήθηκε από την «…….”, τα δε έσοδα της από τα ενοίκια, που της καταβάλουν, επιστρέφουν στους ίδιους, ως μερίσματα, σκοπός σύστασης της τέταρτης εναγομένης, μοναδική μέτοχος της οποίας είναι η δεύτερη εναγομένη, ήταν η απόκτηση ενός πολυτελούς διαμερίσματος επί της οδού ….. στην Αθήνα, που αγοράστηκε με ταμειακά διαθέσιμα της «………”, αιτία ίδρυσης της πέμπτης εναγομένης, κυρίαρχος μέτοχος της οποίας είναι η δεύτερη εναγομένη, ήταν η απόκτηση της αναφερόμενης πολυτελούς εξοχικής κατοικίας των δύο πρώτων εναγομένων στην …., μέσω παράκτιας εταιρείας συμφερόντων τους, το δε κόστος αγοράς, όπως και τα έξοδα συντήρησης και λειτουργίας της, καταβάλλονταν από την «…….”, ομοίως η έκτη εναγομένη συστάθηκε με σκοπό την απόκτηση του αναφερόμενου ακινήτου στην …, που αποτελεί ενιαία ιδιοκτησία με το προηγούμενο ακίνητο της πέμπτης εναγομένης, που χρησιμοποιείται ως εξοχική κατοικία των δύο πρώτων εναγομένων, που είναι μοναδικοί μέτοχοι της, το δε μετοχικό της κεφάλαιο καταβλήθηκε από την «……”, ενώ η έβδομη εναγομένη ιδρύθηκε, με εκταμίευση χρημάτων από την «……”, για την απόκτηση της πολυτελούς θαλαμηγού «ΙΦ», νηολογίου Πειραιά με αριθμό ….., των δύο πρώτων εναγομένων, τις δε εναγόμενες εταιρείες διοικούν και ελέγχουν πλήρως χρησιμοποιώντας αχυρανθρώπους σε εταιρικές θέσεις και έτσι αυτοί δολίως αποστέρησαν την «….» από τα έσοδα της, προς βλάβη των πιστωτών της, τα οποία χρησιμοποίησαν για την απόκτηση των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων τυπικά από τις εναγόμενες εταιρείες συμφερόντων τους, τις οποίες χρησιμοποίησαν για να τα αποκρύψουν, γνώριζαν δε ότι αυτή δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει το τίμημα των πωληθέντων καυσίμων ενεργώντας κακόπιστα, η δε εκτιθέμενη συμπεριφορά τους συνιστά απαγορευμένη από τον νόμο κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας τους και αδικοπραξία εκ μέρους τους, παράλληλα δε και αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων εταιρειών, συνεπεία της συνέργειας τους στην δόλια διοχέτευση σ’αυτές των ταμειακών διαθεσίμων της «….» και την κατάχρηση της νομικής τους προσωπικότητας, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, με αποτέλεσμα να προκληθεί στην ενάγουσα ισόποση με την, ως άνω, οφειλής της ζημία. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ζητούσε, όπως παραδεκτά περιόρισε με τις προτάσεις της το αναγόμενο σε 20.341.242,29 ευρώ, άλλως 23.277.282,59 δολάρια ΗΠΑ, αγωγικό της αίτημα, με βάση την ευθύνη των ομορρύθμων εταίρων ομού μετά της ανωτέρω ομορρύθμου εν τοις πράγμασι εταιρείας, όσον αφορά τους δύο πρώτους εναγομένους και με βάση την κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας και εντεύθεν, την άρση της αυτοτέλειας των εναγομένων εταιρειών και σωρευτικά εξ αδικοπραξίας, ως προς όλους, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον να της καταβάλουν το ποσό των 3.444.255,68 ευρώ, άλλως το ισόποσο σε ευρώ των 3.954.493,96 δολαρίων ΗΠΑ, όπως επαρκώς αναλύεται, κατά τα επιμέρους ποσά των αντίστοιχων τιμολογίων, κατά τον χρόνο πληρωμής, άλλως κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αγωγής, άλλως το ποσό των 3.954.493,96 δολαρίων ΗΠΑ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη εν μέρει οριστική απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, τόσο ως προς την συνευθύνη των δύο πρώτων εναγομένων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την οφειλέτιδα εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρεία «…..», ως το δίκαιο που βρίσκεται η πραγματική της έδρα, όσο και αναφορικά με τις νομικές βάσεις, που θεμελιώνονται στην κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών, ως το δίκαιο που βρίσκεται η πραγματική τους έδρα, κατ’άρθρο 10 ΑΚ και σωρευτικά στην ευθύνη εξ αδικοπραξίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1παρ.1, 2παρ.1 και 4παρ.1 και 3 του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη ΙΙ»), ακολούθως, λόγω αναστολής των ατομικών διώξεων σε βάρος των δύο πρώτων εναγομένων και της «……..», που επήλθε, συνεπεία κήρυξης τους σε πτώχευση, με την υπ’αριθμ.170/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κήρυξε απαράδεκτη της συζήτηση της αγωγής, ως προς αυτούς και ως προς τις λοιπές εναγόμενες, μόνο καθόσον αφορά την βάση της από την ενδοσυμβατική τους ευθύνη, όπως την χαρακτήρισε, λόγω αντίστροφης κάμψης της αυτοτέλειας της νομικής τους προσωπικότητας, ενώ, καθόσον αφορά την βάση της, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, απέρριψε την αγωγή, αναφορικά με αυτές, ως νόμω αβάσιμη.

Κατά της αποφάσεως αυτής, όσον αφορά την οριστική της διάταξη, παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση της η ενάγουσα εταιρεία, για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά το προσβαλλόμενο κεφάλαιο, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της.

III. Με το άρθρο 25 ΠτΚ, προβλέπεται η αυτοδίκαιη αναστολή, από την κήρυξη της πτώχευσης, όλων των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς εκπλήρωση ή ικανοποίηση των πτωχευτικών απαιτήσεων τους. Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη αυτή “1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσης ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες”. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κήρυξη της πτώχευσης, αλλά και η ένταξη του οφειλέτη στη διαδικασία συνδιαλλαγής, συνεπάγονται τις ακόλουθες έννομες συνέπειες: Η συζήτηση κάθε είδους ασκηθέντων, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού περιεχομένου, αγωγών των πιστωτών κατά του οφειλέτη κηρύσσεται απαράδεκτη. Η συνέχιση εκκρεμών δικών επί αγωγών αντίστοιχου χαρακτήρα αναστέλλεται αυτοδικαίως. Η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή θεωρείται άκυρη. Η διενέργεια πράξεων συντηρητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης και η συνέχιση αντίστοιχων διαδικασιών κατά της περιουσίας του πτωχού ή του στη διαδικασία της συνδιαλλαγής οφειλέτη, ακόμη κι αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αναστέλλονται. Η άσκηση και η εκδίκαση ενδίκων μέσων εκ μέρους των πιστωτών επί εγερθεισών αξιώσεων τους απαγορεύεται. Πρέπει δε να γίνει δεκτό ότι δεν είναι δυνατή ούτε η έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του οφειλέτη, παρά την γραμματική διατύπωση του νόμου, μη αναφέροντος ρητά τούτο, καθώς η διαταγή πληρωμής με την επίδοση της σε δύο φάσεις είναι δυνατόν να οδηγήσει σε δεδικασμένο (άρθρ. 633 παρ. 2 ΚΠολΔ), σε αποτέλεσμα δηλαδή, που κατεξοχήν διακρίνει τις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται μετά από άσκηση αγωγής, έστω και αναγνωριστικού χαρακτήρα, γεγονός που δεν συνάδει με τη χορηγηθείσα από το πτωχευτικό Δικαστήριο αναστολή των ατομικών διώξεων κατά του οφειλέτη, αλλά και με τη σκοπιμότητα της αναστολής.
Συνακόλουθα, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, όπως και μετά το άνοιγμα της διαδικασίας της συνδιαλλαγής κατά το άρθρο 100 του ΠτΚ, ούτε αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής (άρθρ. 626 ΚΠολΔ) κατά του πτωχού ή του οφειλέτη, που έχει ενταχθεί στη διαδικασία της συνδιαλλαγής μπορεί να υποβληθεί, αφού η διαταγή πληρωμής που εκδίδεται επ’ αυτής, όπως και η απόφαση που εκδίδεται επί καταψηφιστικής ή αναγνωριστικής αγωγής, μπορεί να οδηγήσει σε δεδικασμένο με τις προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν. Πράξεις δε, επιχειρούμενες κατά παράβαση της διαταχθείσας με την απόφαση του πτωχευτικού Δικαστηρίου αναστολής των ατομικών διώξεων κατά του οφειλέτη, όπως είναι και η αίτηση και η επ’ αυτής εκδοθείσα διαταγή πληρωμής, είναι απολύτως άκυρες, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 του ΠτΚ. Σε περίπτωση δε που, παρά την ανωτέρω απαγόρευση, ασκηθούν αγωγές, ένδικα μέσα ή άλλου είδους έννομα βοηθήματα ή συνεχίζεται η εκδίκαση αυτών, το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται αυτών οφείλει και αυτεπαγγέλτως να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση ή τη συνέχιση εκδίκασης αυτών (ΑΠ 1688/2022, ΑΠ 91/2021, ΑΠ 1260/2020, ΑΠ 1142/2020, ΑΠ 1254/2019, AΠ 672/2019, ΑΠ 1942/2017).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 10 ΑΚ, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επί μέρους ζητήματα, που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως “έδρα” νοείται κατά τη διάταξη αυτή η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκαταστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, στον οποίο (τόπο) συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεως του και στον οποίον ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Έτσι, οι αλλοδαπές εταιρίες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν όμως συσταθεί συμφώνως προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρίες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες “εν τοις πράγμασι”. Τούτο, όμως, δεν ισχύει προκειμένου περί: α) εταιριών των Η.Π.Α., συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ. 3 εδ. 2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, κυρωθείσης δια του άρθρου μόνου του ν. 2893/1954, β) εταιριών συσταθεισών συμφώνως προς την νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα αυτών (άρθρα 43, 48 και 293 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ως έχει τροποποιηθεί μεταγενεστέρως, η οποία έχει κυρωθεί δια του άρθρου πρώτου του ν.945/1979), γ) ναυτιλιακών εταιριών του άρθρου 1 του ν.791/1978, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό Ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν.27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968, οι οποίες διέπονται ως προς την σύσταση και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται, κατά το καταστατικό τους, η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Σημειωτέον ότι, η εφαρμογή των διατάξεων αυτών του άρθρου 1 του ν.791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διεχειρίζοντο γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας, χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την ιδία ως άνω (υπό στοιχείο γ’) εξαίρεση (άρθρα 1 του ν.791/1978 και 25 του ν. 27/1975, ως αντικ. δια του άρθρου 4 του ν.2234/1994, 11Δ του ν. 3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διευθύνσεως των εταιρικών υποθέσεων τους και δ) ναυτιλιακών εταιριών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν ως άνω (υπό στοιχείο γ΄ ) εξαίρεση (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 201/2014, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008, ΑΠ 186/2008). Επομένως, αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες, που έχουν την πραγματική τους έδρα στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν εγκατασταθεί σ’ αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις των ανωτέρω νόμων, ούτε ήταν ποτέ πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων με ελληνική σημαία, δεν εμπίπτουν στις ανωτέρω ρυθμίσεις και, επειδή δεν συστήθηκαν συμφώνως προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, είναι άκυρες, ως εταιρίες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν στην Ελλάδα και αυτές, ως ομόρρυθμες εταιρίες “εν τοις πράγμασι”, οι δε εμφανιζόμενοι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας, συμφώνως πλέον προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 περί ευθύνης των εταίρων, του Α΄ κεφαλαίου «Ομόρρυθμη εταιρεία» του έβδομου μέρους «Προσωπικές Εμπορικές Εταιρείες»  του Ν.4072/2012. (ΑΠ 1699/2016, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008, ΕφΠειρ 600/2019, ΕφΠειρ 151/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, οι αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρείες, πλοιοκτήτριες υπό ξένη σημαία πλοίων, που τα διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του Ν. 27/1975  και άρα υπάγονται στο άρθρο 1 του Ν. 791/1978, θεωρούνται έγκυρες, εφόσον έχουν ιδρυθεί, σύμφωνα με το δίκαιο της καταστατικής τους έδρας, ακόμη και εάν ανακληθεί η άδεια εγκαταστάσεως του υποκαταστήματος ή του γραφείου της εταιρείας, που διαχειρίζεται τα πλοία τους, αφού η ενεστώσα, ήτοι μετά την ανάκληση της αδείας της διαχειρίστριας των πλοίων τους, εγκατάσταση τους στην Ελλάδα, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του δικαίου της καταστατικής της έδρας ως προς την σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου τους (ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΠειρ 701/2013 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, με την διάταξη του άρθρου 70 του Α.Κ., που ορίζει ότι “δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο”, καθιερώνεται ως βασική αρχή του δικαίου των νομικών προσώπων, η περιουσιακή αυτοτέλεια αυτών έναντι των μελών τους και αντιστρόφως, η οποία και αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους. Στην ελληνική ναυτιλία αποτελεί συνηθισμένη επιχειρηματική δραστηριότητα εκείνη, στα πλαίσια της οποίας ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά σπουδαίως και όχι εικονικώς, μία ή περισσότερες εταιρίες στο εσωτερικό ή το εξωτερικό της Χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχείρισης τους σε άλλη εταιρία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρίας διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκηση τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρίας (ΑΠ 905/2010 ΔΕΕ 2010/1056, ΕΕμπΔ 2011/86). Η τελευταία αποτελεί αυτοτελή φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΕφΠειρ 940/2003), αφού διατηρεί νομική προσωπικότητα χωριστή των εταίρων ή μετόχων της, από την οποία απορρέει η περιουσιακή της αυτοτέλεια, αλλά και η συνακόλουθη αποκλειστική και χωριστή από εκείνη των μελών της ευθύνη της για την αποπληρωμή των χρεών, που δημιουργούνται από την εμπορική της δραστηριότητα δια της δικής της περιουσίας, η οποία και μόνον είναι υπέγγυα στους δανειστές της. Η χωριστή προσωπικότητα και η περιουσιακή αυτοτέλεια αποτελεί δημιούργημα του δικαίου και απονέμεται στα νομικά πρόσωπα, επειδή εξυπηρετεί οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτήν. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του νομικού προσώπου ή αδυναμίας του, ως προς την ικανοποίηση των περιουσιακών αξιώσεων των δανειστών του, οι σκοποί της χωριστής νομικής προσωπικότητας καταρχήν δεν αναιρούνται. Έτσι, η νομική προσωπικότητα δεν κάμπτεται, προκειμένου να ανακύψει ευθύνη και του φυσικού προσώπου, του οποίου τα επιχειρηματικά συμφέροντα το νομικό πρόσωπο εξυπηρετεί, από μόνο το λόγο ότι το φυσικό πρόσωπο επέλεξε τον τύπο μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας, προκειμένου να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας, που ασκεί μέσω αυτής, αφού η επιλογή του δεν είναι αθέμιτη, ώστε να δικαιολογείται η μεταφορά στον επιχειρηματία της ευθύνης, που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, δεδομένου ότι κάθε τύπος κεφαλαιουχικής εταιρίας θεσμοθετήθηκε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, προκειμένου δηλαδή να εξυπηρετούνται οι πιο πάνω οικονομικές ανάγκες των φυσικών προσώπων (ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013/694). Ωστόσο, η αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου κάμπτεται κατ’ εξαίρεση, όταν ο ως άνω διαχωρισμός δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη νόμου, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του Α.Κ. και υπερβαίνει τους οικονομικούς και κοινωνικούς σκοπούς, που ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 5 § 1, 12 §§ 1, 3 και 25 § 1 γ του Συντάγματος, οφείλει κυρίως να υπηρετεί το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς υπάρξεως του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειας του. Οι περιπτώσεις καταχρήσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου προσλαμβάνουν στο εταιρικό δίκαιο πολλές και ποικίλες μορφές, είναι δε δυνατό να εμφανίζονται τόσο κατά το στάδιο της ιδρύσεως, όσο και κατά το στάδιο λειτουργίας του νομικού προσώπου. Δεν συνιστά, υπό την ανωτέρω έννοια, καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανωνύμου εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996, ΟλΑΠ 17/1994, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009/804, Αρμ. 2009/1529, ΕπισκΕΔ 2009/940, ΕφΑθ 4717/2004 ΔΕΕ 2004/1161). Επίσης δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητος από έναν οι περισσοτέρους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει, ως μηχανισμός απορροφήσεως των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας τους, ούτε επίσης η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική από αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε και η εμφάνιση αυτών, ως των ουσιαστικών φορέων της ασκουμένης από την εταιρεία επιχειρήσεως, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή εκ μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντιστοίχως και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της, που σκόπιμα παραλλάσσονται, ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή καταχρήσεως του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (παρακάμπτοντας υποχρεώσεις που τον δεσμεύουν ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεων του, που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων, κριτήρια δε ενδεικτικά τοιαύτης καταχρήσεως αποτελούν κυρίως η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδοτήσεως ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθεμίτως και στην περίπτωση της συγχύσεως των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου, που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντιστοίχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαιτέρως όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’ αυτούς παραλλαγμένης καταστάσεως. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλεια της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρον για τις ζημιογόνες συνέπειες της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο, είτε αντιστρόφως. (ΟλΑΠ 2/2013, ΑΠ 537/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1910/2009 ΕΝαυτΔ 2010/164, ΑΠ 11/2009 ΕΝαυτΔ 2009/1, ΑΠ 9/2009 ΕλΔνη 2009/767, ΕφΠειρ 600/2019, ΕφΠειρ 111/2017, ΕφΠειρ 598/2014 ΔΕΕ 2015/537, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝ 2015/43, ΕφΠειρ 945/2013 ΔΕΕ 2014/138, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012/661, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝαυτΔ 2011/32, ΕΕμπΔ 2012/115).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα προκύπτει ότι, δυνάμει της υπ’αριθμ.170/11.3.2020 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της άσκησης της ένδικης αγωγής και πριν την συζήτηση της (7.7.2020) ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κηρύχθηκαν σε κατάσταση πτώχευσης, αφενός η εταιρεία «…………..», που εδρεύει σύμφωνα με το καταστατικό της στην ……. Λιβερίας, ενώ το κέντρο των κύριων συμφερόντων της και η πραγματική της έδρα βρίσκονται στο … Αττικής (…….), λαμβανομένου υπόψη του χαρακτήρα αυτής ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρείας και αφετέρου, ο ………. και η ……, πρώτος και δεύτερη των εναγομένων, λόγω της ιδιότητας αυτών ως εταίρων της εν λόγω εταιρείας, με αυτόθροη συνέπεια από την κήρυξη της πτώχευσης, κατ’άρθρο 25ΠτΚ, την αναστολή αυτοδικαίως όλων των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτών κατά των ως άνω οφειλετών, προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ενάγουσα εταιρεία – εκκαλούσα, που έχει την ιδιότητα του πτωχευτική πιστωτή (21 ΠτΚ), εφόσον διατηρεί την ήδη γεννημένη κατά τον χρόνο της κήρυξης της πτώχευσης, επίδικη χρηματική απαίτηση σε βάρος των πτωχευσάντων δύο πρώτων των εναγομένων, δεδομένου ότι η βασική ενοχική σχέση από την οποία πηγάζει, δηλαδή τα θεμελιωτικά αυτής γεγονότα, υφίστανται πριν την κήρυξη της πτώχευσης. Κατά συνέπεια, η συζήτηση της ένδικης καταψηφιστικής αγωγής, κατά των ανωτέρω πτωχευσάντων εναγομένων, πρέπει να κηρυχθεί και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη, όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη, λόγω όμως της αναγκαστικής ομοδικίας (76 ΚΠολΔ), που τους συνδέει με τις λοιπές εναγόμενες εταιρείες, εφόσον η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση και παράγεται από την κοινή εναγωγή τους επί τη βάσει συνδρομής  περιστάσεων κατάχρησης της νομικής τους υπόστασης και εντεύθεν άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας τους, με συνέπεια την επέκταση της ευθύνης από τους εναγόμενους μετόχους για τις υποχρεώσεις τους, προς τις εναγόμενες εταιρείες, που συνιστά και αδικοπραξία εκ μέρους τους, παράλληλα δε και αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων εταιρειών, συνεπεία της συνέργειας τους στην δόλια διοχέτευση σ’αυτές των ταμειακών διαθεσίμων της «…..» και την κατάχρηση της νομικής τους προσωπικότητας, κατά τα επαρκώς εκτιθέμενα στο αγωγικό με το ανωτέρω περιεχόμενο δικόγραφο, η συζήτηση της κρινόμενης αγωγής πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, ως προς όλους τους εναγομένους – αναγκαίους ομοδίκους και ως προς όλες τις συρρέουσες νομικές της βάσεις, ήτοι τόσο εκ της κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας (281 και 288 ΑΚ) των εναγομένων εταιρειών, που δεν θεμελιώνει ενδοσυμβατική ευθύνη, όπως εσφαλμένα την χαρακτηρίζει η εκκαλουμένη, αλλά ευθύνη εκ του νόμου, όσο και εξ αδικοπραξίας.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του, κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της αγωγής, ως προς τις εναγόμενες εταιρείες – εφεσίβλητες μόνο αναφορικά με την πρώτη ως άνω βάση, ενώ, ως προς την συρρέουσα βάση της από την εκτιθέμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων εταιρειών, προχώρησε στην εξέταση της νομικής βασιμότητας τούτης, διαλαμβάνοντας ότι αναφορικά μ’αυτήν την βάση υφίσταται απλή ομοδικία με τους δύο πρώτους εναγομένους, παρέλειψε από σφάλμα, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, να κηρύξει απαράδεκτο. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τις εναγόμενες – εφεσίβλητες εταιρείες, χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης, που άπτονται του νόμω βασίμου της, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, βάσεως της αγωγής, η εξέταση των οποίων παρέλκει και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής, ως προς τις εναγόμενες εταιρείες, καθ’ολοκληρίαν (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εφεσιβλήτων, λόγω της ήττας τους (176 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, να διαταχθεί δε η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στην εκκαλούσα (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Τέλος, λόγω της ερημοδικίας των εφεσιβλήτων, πρέπει να καθορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην των εφεσιβλήτων την ένδικη έφεση.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για τις απολιπόμενες εφεσίβλητες στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.27/2021 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς τις εναγόμενες – εφεσίβλητες εταιρείες.

Κρατεί και δικάζει την από 2.10.2019 αγωγή, ως προς αυτές.

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της, ως προς τις εναγόμενες εταιρείες, καθ’ολοκληρίαν.

Επιβάλλει στις εναγόμενες – εφεσιβλήτους τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εκκαλούσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 2.11.2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και μετάθεσης της Εφέτη, Μαρίας Δανιήλ, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Θεόκλητο Καρακατσάνη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτες και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 22 Ιανουαρίου 2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ